- ἑρπυστικῶς
- ἑρπυστικόςcreepingadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερπυστικός — ή, ό (ΑΜ ἑρπυστικός, ή, όν) [ερπύζω] (εσφ. γρφ. ερπηστικός) 1. αυτός που έχει την τάση (και την ικανότητα) να έρπει («ερπυστικά ζώα», «ερπυστικά φυτά») αρχ. 1. αυτός που ανήκει στην τάξη τών ερπετών 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑρπυστικά (ενν.… … Dictionary of Greek